coming full circle

Aκούγοντας τη Mélanie Pain χθες (‘πέην στην Αγγλία’), σαφέστατα την πιο ενδιαφέρουσα παρουσία στην κατα τ'άλλα επιδερμική συναυλία των Nouvelle Vague, σκεφτόμουν πως μερικές φορές όταν ακούς νέα γαλλική μουσική είναι σαν να ακούς το ίδιο τραγούδι σε λούπα:
κατά βάση κιθάρα, γλυκές, νιαουριστές φωνές, στίχοι συμπαθείς για χωρισμούς με κατανόηση αλλά με πίκρα κατά βάθος, ερμηνεύτρια μια έξυπνη, ανεξάρτητη, γλυκιά κοπέλα που ίσως να κρύβει μέσα της φωτιά (στη θέση της Mélanie βάλτε την Carla Bruni προ Σαρκοζύ, την Camille, τη Charlotte Gainsbourg και είμαστε ακόμα στο γράμμα C). Παρόλα αυτά μου άρεσε, είχε κάτι.
Όταν και το δεύτερο κομμάτι ήταν στο ίδιο μήκος κύματος (δες αποκάτω) η Δ. σχολίασε πως ήλπιζε να πει και κανένα νορμάλ κομμάτι, αμάν πια με τους χωρισμούς και τους πρώην. Εγώ σχολίασα πως οι στίχοι μοιάζουν με το τελευταίο μου τσιγάρο, θέλω μαζί σου να φουμάρω. Νομίζω αυτό το κομμάτι του Χιώτη περιέχει μία παγκόσμια αλήθεια, όποιος ξέρει να αγαπά, ξέρει και να χωρίζει.
Στην επιστροφή, της έλεγα πως κάποιος γνωστός ανακάλυψε έναν τύπο στο youtube που ανεβάζει ολόκληρες ταινίες απο εκδόσεις της Criterion. Προχτές αποφάσισα να ξαναδώ το Le mépris αλλά μετά από λίγα λεπτά άλλαξα γνώμη και έβαλα να δω κάτι παρεμφερές, τον καινούριο Παπακαλιάτη. Δεκαπέντε λεπτά αργότερα το λάπτοπ μου πέθανε και δεν επανήλθε. Σε ένδειξη διαμαρτυρίας; Δε θα μάθω ποτέ.
Σήμερα είπα να ψάξω λίγο την Pain στο youtube, και να σου το mépris ξανά:
Labels: Mélanie Pain
Στο Λονδίνο μ’αρέσει που στη γειτονιά μου δεν κινείται τίποτα μέχρι τις 11π.μ. τις Κυριακές. Σε μια γειτονιά που βρίθει από εκκολαπτόμενους dj οι μουσικές παίζουν βέβαια μέχρι αργά το βράδυ του Σαββάτου αλλά το επόμενο πρωί είναι απόλαυση. Καμιά φορά την ηρεμία σπάει μία βιολονίστρια που μένει στο νο 5 και κάνει εξάσκηση αλλά μετά από 10 λεπτά την καταπίνει και αυτήν η ησυχία. Την τελευταία Κυριακή μου στην Αθήνα όπου βρέθηκα για κάποιο λόγο που δε θυμάμαι να κοιμάμαι στον καναπέ, ξύπνησα στις 7.30 με τις καμπάνες του Αγ. Δημητρίου, μετά από λίγο όταν η διπλανή πότιζε τα λουλούδια της, μετά ξανά στις 9 από τις κυρίες που συζητούσαν γυρνώντας από την εκκλησία, στις 10 πια μου έσπαγαν τη μύτη τα ψητά του φούρνου. Μόνο με 3 ώρες ύπνο και έχοντας χάσει κάθε διάθεση να τον συνεχίσω δεν είχα κουράγιο να συγκεντρωθώ σε τίποτα. Στις 12.30 βρέθηκα στο νεκροταφείο του Ζωγράφου για ένα μνημόσυνο και έκατσα σε ένα παρκάκι απέναντι από τη φιλοσοφική να διαβάσω εφημερίδα. Τα θεμέλια που έχτιζαν λίγο αφού αποφοίτησα είναι πλέον ένα τεράστιο κτίριο, σκουπίδια παντού κι ο τσιμεντένιος όγκος απαράλλακτος. Δεν ένιωσα την παραμικρή νοσταλγία, ούτε καν για την ηλικία μου τότε, λίγο μελαγχόλησα, ίσως να έφταιγε που επιτέλους είχα βρει την ησυχία που αναζητούσα.