We are, apparently, about to mark the 150th anniversary of the gin and tonic. I don't know how they know these things; I don't suppose that whoever invented it put a notice in the "births" column. Still, it's a chance to celebrate the most perfect of all mixed drinks. There is nothing in the world more refreshing than a g&t, even on a cold day. It's what I always ask for at the start of long plane journeys - however tedious the prospect may be, the hit of the gin, the ice and the pick-me-up tonic makes the prospect of six hours in a seat designed for a contortionist gnome seem almost tolerable. I find two g&t's doubles the effect. Everyone has their favourite. I like a new gin, Hendrick's, which is not cheap but has a dry, cucumber flavour. With most other gins I prefer a slice of orange to lemon. There's a lot of snobbery around the tonic. Obviously not diet tonic, which tastes like the effluent from a nuclear power station. Some people insist on prestige tonics, such as Fever-Tree, which I like well enough but is a little understated. For a real wallop you still need Schweppes. Some people say you should mix the drink half and half, though I think one part gin to two of tonic is more agreeable. You require a flat-bottomed tumbler and loads of ice, which doesn't dilute the drink as each cube helps keep the others frozen. Years ago I was in what was still Rhodesia, waiting for Joshua Nkomo to address a rally. He was hours late. The sun beat down and there was no shade whatever. I began describing to my colleagues the ideal, Platonic g&t and evoked the clinking of the ice, the oily swirl of the gin, the faint blue blush of the tonic, and the beads of condensation on the glass. I am amazed I got out alive. My punishment later was that overnight the instant tan on my face peeled off like pork crackling, leaving the thin, wan skin underneath. (S. Hoggart)
Τον Οκτώβριο του 2005, στη Marfa του Texas, εμφανίστηκε ένα μαγαζί της Prada, σε ένα αυτοκινητόδρομο στη μέση του πουθενά.
Κόσμος περνούσε με τα αυτοκίνητά του και δεν πίστευε στα μάτια του. Το brand της Prada είναι αναγνωρίσιμο, ακόμα και απο τις χοντρές επαρχιώτισες Αμερικάνες με το Chevy Impala, τα παιδιά στο πίσω κάθισμα να φωνάζουν, το τεράστιο Big Gulp γεμάτο Mountain Dew, πηγαίνοντας στο Mall στη μέση της ερήμου για τα ψώνια με 70 mph γιατί υπάρχουν μπάτσοι στημένοι πίσω από μεγάλα billboards να τσεκάρουν την ταχύτητα των περαστικών αυτοκινήτων (φτιάχτο στο μυαλό σου μεταξύ Dukes και Smokey and the Bandit), σκεπτόμενες ότι υπήρχε μια καλύτερη ζωή γι'αυτές όταν διαβάζουν το Αμερικάνικο Vogue τα βράδυα...
Το Prada Marfa όμως δεν είναι fashion όαση στην βαρετή έρημο του Texas. Είναι ένα Installation Art project από τους Michael Elmgreen & Ingar Dragset, οι οποίοι δουλεύουν μαζί απο το 1995 σε installations και performances, εξετάζοντας την υποβόσκουσα ανάγκη του ανθρώπου για καθημερινά αντικείμενα, και τον τρόπο που επιρρεάζει το urban τοπίο την ανθρώπινη ιδιοσυγκρασία.
Νομίζω ότι η παραπάνω περιγραφή ωχριά μπροστά στο πρώτο μαγαζί ως έργο τέχνης!
Το άλλο ενδιαφέρον με το κτήριο είναι ότι έχει φτιαχτεί με βιοδιασπόμενα υλικά, και θα αρχίσει σε λίγο καιρό να διαλύεται μέχρι να αρπάξουν οι περαστικοί τα περιεχόμενα και να μην μείνει τίποτα.
Είναι statement για το προσωρινό της μόδας; Ή μήπως αν η υψηλή μόδα είναι τέχνη;
akdeniz είναι η πρώτη λέξη που έμαθα στην καινούρια μου γειτονιά. στην αρχή νόμισα πως ήταν το επίθετο κάποιου που είχε τρία μαγαζιά στη σειρά, τοπικός επιχειρηματίας ας πούμε, αλλά μετά κάτι δεν κόλλαγε, οπότε ρώτησα τον Κούρδο φίλο που πήγαμε για φαγητό εκείνο το βράδυ: Μεσόγειος, μεσογειακός. Χθες ο ένας από τους Τούρκους που με βοήθησε στην μετακόμιση (να είναι καλά οι άνθρωποι) το έκανε πιο λιανά, Ακ: λευκή ντενίζ: θαλασσα. Λευκή θάλασσα. Θέλω να μάθω τούρκικα. Teşekkürler.
Έχω ταξιδέψει πολύ αλλά δεν έχω καλύψει μεγάλες αποστάσεις. Ξέρω αρκετά την Ευρώπη (όχι όμως την ανατολική) και υπερατλαντικά έχω πάει μόνο στη Βόρειο Αμερική για 2 βδομάδες. Κατά συνέπεια, δεν έχω ζήσει κανένα «πολιτισμικό σοκ» και επειδή πάντα παρατηρώ προσεκτικά τι συμβαίνει γύρω μου, τίποτα δεν με έχει δυσκολέψει πολύ. Αν πιέσω τον εαυτό μου, μπορώ μετά βίας να θυμηθώ μερικές περιπτώσεις σαστιμάρας ή σύγχυσης: πχ. η ανικανότητα μου να καταλάβω τη διπλή διακλάδωση της NorthernLine την πρώτη μου φορά που ήρθα στο Λονδίνο ως τουρίστρια. Κανένα μετρό τότε στην Αθήνα, έχοντας μπει μόνο σε αυτό της Λυόν (παιχνιδάκι), θυμάμαι να κοιτάω το tubemap σαν εγχειρίδιο πυρηνικής φυσικής και να προσπαθώ να καταλάβω πώς πάμε από το CharingXστο MorningtonCrescent. Η σαστιμάρα μου όταν μετά από 3 μέρες κυνηγιού της υπεύθυνης των ξένων φοιτητών στην Ισπανία ανακάλυψα πως επρόκειτο για υπεύθυνο: Borzaείναι, προφανώς, ένα αντρικό όνομα. Το στρες του να μην μπορώ να κάνω τον εαυτό μου κατανοητό στα πορτογαλικά ενώ καταλαβαίνω ακριβώς τι μου λένε, η άβολη αίσθηση, η αμηχανία μπροστά στο τεράστιο και σπάταλο σε ενέργεια αμάξι/ ψυγείο/πλυντήριο του εργένη οικοδεσπότη μου στο Τορόντο (whywouldonebuysuchabigrefrigeratorwhentheydon’tneedit? –I can afford one so I have one. hmm). Έτσι δε φανταζόμουν ποτέ ότι το πρώτο μου σοκ με περίμενε στην παρακάτω γωνία από το σπίτι. Προχτές, λίγο πριν περάσω το πάτωμα ακόμα ένα χέρι λούστρο πετάχτηκα να πάρω ένα εσπρέσο. Μπαίνοντας στην πόρτα του καφέ άκουσα κλαρίνα, προσπάθησα να το συνδυάσω με το ότι το μέρος λεγόταν bodrumcafé, αλλά το άκουσμα παραήταν οικείο. Προτού κάνω δύο βήματα ήμουν σίγουρη πως επρόκειτο για τον Αλέκο Κιτσάκη, το αηδόνι της Ηπείρου, και πράγματι σε λίγο τραγουδούσε κάτι κλασικό, για μια νια που τη φίλησε και αρρώστησε και το γιατρό δε φώναξε, αχ κοντούλα λεμονιά. Η εκτέλεση ήταν εντελώς πανηγυριώτικη και χαμογελώντας σαν ηλίθια πήγα στο ταμείο. Ο Τούρκος ιδιοκτήτης δεν είχε ιδέα τι έπαιζε, για αυτόν ήταν κάτι στη σφαίρα του έθνικ αλλά του άρεσε πολύ. Ούτε που ήξερε πού είχε βρει το cd(Τα λεβέντικα του Κιτσάκη).
Βγαίνοντας, σκέφτηκα γρήγορα ποιον θα μπορούσα να πάρω τηλέφωνο για να μοιραστώ τι μου συνέβη. Δύσκολο, τελικά πήρα τον Κ, από όλους στο Λονδίνο απίθανο να ξέρει κανείς άλλος τον Κιτσάκη. Συνειρμικά σκέφτηκα για όλους εμάς που είμαστε εδώ, πώς σπουδάζουμε να είμαστε ξένοι στο Ήτον.
Ακριβώς πριν ένα χρόνο, ο Silent Stelios αναφωνούσε And no East postcode yet..! Για κάποιο λόγο αυτό το σχόλιο μου κόλλησε, το σκεφτόμουν συχνά σε άσχετες στιγμές. Πριν ένα μήνα φλέρταρα σοβαρά με το Ε1, φτάσαμε στα σκαλιά της εκκλησίας αλλά τώρα να'μαι πάλι στον κωδικό Ν. Ανεξήγητο βέβαια, καθότι το νέο μου σπίτι είναι στη νοητή ευθεία γραμμή πάνω από το Liverpool Str.
Oh well, I am above E8 and next to E5 so I am surely getting there, right?
satanic verses asked the big questions, says Rushdie (London Times)
Επανεκδιδόμενο το Σοφό Παιδί ελπίζω να διαβαστεί ως καινούργιο. Ο χρόνος το έχει πράγματι δικαιώσει, έως σήμερα. Το ζήτημα είναι τι θα κάνει από εδώ και στο εξής... (Χωμενίδης στη LifO)